Αντικείμενο και στόχοι

Αντικείμενο και στόχοι

Το αίμα αποτελείται από πλάσμα μέσα στο οποίο εμπεριέχονται τα κύτταρα. Οι τρεις κύριες κατηγορίες κυττάρων του αίματος είναι τα ερυθρά αιμοσφαίρια, τα λευκά αιμοσφαίρια και τα αιμοπετάλια ή θρομβοκύτταρα. Είναι γνωστή πλέον, εδώ και χρόνια, η σημασία των αιμοπεταλίων στην πρωτογενή αιμόσταση. Τα αιμοπετάλια εκτός από την συμμετοχή τους στην διαδικασία της αιμόστασης συμμετέχουν στη φυσιολογική διαδικασία επούλωσης τραυμάτων επειδή είναι πλούσια σε αυξητικούς ή/και αναγεννητικούς παράγοντες. To πλάσμα πλούσιο σε αιμοπετάλια (Platelet Rich Plasma, PRP), ένα από τα ασταθή προϊόντα του αίματος στην Αιμοδοσία, χορηγείται μέσω της διαδικασίας της μετάγγισης ως τρόπος περιορισμού της αιμορραγίας σε πρωτόκολλα μαζικής μετάγγισης. Επιπλέον, η μετάγγιση αιμοπεταλίων είναι η πιο συνήθης και άμεση θεραπευτική παρέμβαση για την αποτροπή της αιμορραγίας σύμφωνα με τον οδηγό μετάγγισης της Αμερικανικής Ένωσης Μεταγγισιοθεραπείας. Στις καλά ανεπτυγμένες χώρες η αντιμετώπιση της θρομβοπενίας στους ογκολογικούς ασθενείς γίνεται με μετάγγιση αιμοπεταλίων που είναι η θεραπεία εκλογής. Η αποθήκευση των ασκών αιμοπεταλίων που προορίζονται για ανθρώπινη μετάγγιση γίνεται στους +22οC για πέντε (5) ημέρες. Η αποθήκευση σε αυτές τις συνθήκες, είναι μία πολύ καλά εδραιωμένη μέθοδος στις Αιμοδοσίες εάν και τα αιμοπετάλια σε αυτές τις συνθήκες υφίστανται μεταβολές που είναι μη αναστρέψιμες μετά τη μετάγγιση και καλούνται «αποθηκευτικές βλάβες αποθήκευσης». Στην περίπτωση που οι ασκοί των αιμοπεταλίων έχουν υποστεί την τεχνική της αδρανοποίησης η αποθήκευση μπορεί να διαρκέσει μέχρι και εφτά (7) ημέρες. Το κύριο πρόβλημα της αποθήκευσης αιμοπεταλίων είναι η ανάπτυξη βακτηριδίων τα οποία δεν είναι ορατά με γυμνό μάτι και δυνητικά προκαλούν βακτηριακές λοιμώξεις στους μεταγγιζόμενους ασθενείς. Για την αποτροπή της βακτηριακής ανάπτυξης έχει προταθεί πρόσφατα η αποθήκευση των αιμοπεταλίων στο ψύχος (+4οC).

Τα τελευταία χρόνια έχει δειχτεί ότι η αυτόλογη χορήγηση PRP χρησιμοποιείται εκτενώς εκτός του τομέα της Αιματολογίας-Αιμοδοσίας και σε πολλούς τομείς, λόγω της φυσικής πηγής αυξητικών παραγόντων που εμπεριέχει, και συγκεκριμένα στην:

Ορθοπεδική για παθήσεις όπως τενοντίτιδες, διαστρέμματα, θλάσεις, ρήξεις συνδέσμων, αντικατάσταση ισχίου και γόνατος, χειρουργική χειρός, κ.α.

Νευροχειρουργική για αφαίρεση όγκου της υπόφυσης, εκτομή όγκου βάσης κρανίου, όγκους εγκεφάλου, νευρώματα, κ.α.

Στοματική και Γναθοπροσωπική Χειρουργική: ανακατασκευή δοντιών, προσθετική, επισκευή σχισμών και ρινικών συριγγίων, κ.α.

ΩΡΛ-Χειρουργική κεφαλής και τραχήλου: διατρήσεις του λαιμού, κατάγματα προσώπου, ρινοπλαστική, κ.α.

Αισθητική χειρουργική: μοσχεύματα δερμάτων, οστικά μοσχεύματα, μεταλλικά εμφυτεύματα, ανάπλαση ιστών, λιποαναρρόφηση, μαστεκτομή, κ.α.

Ουρολογία: προστατεκτομή, κ.α.

Περιοδοντική χειρουργική: οδοντικά εμφυτεύματα, κατευθυνόμενη οστική αναγέννηση, κ.α.

Καρδιοθωρακική χειρουργική: οισοφαγογαστρεκτομή, βαλβίδες καρδιάς, κ.α.

Γενική χειρουργική: βαραϊατρική χειρουργική, πρωκτικό συρίγγιο, κ.α.

Εκτός από τη χρήση του PRP για την ανασύσταση μαλακών ιστών και οστών προσώπου με ευρεία χρήση στις επεμβάσεις πλαστικής χειρουργικής, έχουν αναφερθεί στη βιβλιογραφία μελέτες (κυρίως σε πειραματόζωα) με ποικίλες εφαρμογές. Ωστόσο, πολλά από τα αποτελέσματα είναι αντικρουόμενα ενώ το βασικό μειονέκτημα των μελετών είναι ότι δεν είναι προτυποποιημένες και λίγες περιλαμβάνουν ομάδες σύγκρισης (μάρτυρες). Ως εκ τούτου, τα συμπεράσματα από συγκρίσεις μεταξύ κλινικών μελετών και μελετών σε ζώα θα πρέπει να εξετάζονται με προσοχή. Επίσης, το PRP έχει πρόσφατα αποδειχθεί ότι μειώνει τη συχνότητα εμφάνισης λοιμώξεων στερνοτομής μετά από καρδιακή χειρουργική επέμβαση. Ο Trowbridge και οι συνεργάτες του συνέκριναν μια ομάδα θεραπείας με 382 ασθενείς οι οποίοι έλαβαν PRP με μια ομάδα ελέγχου 948 ατόμων που δεν έκαναν τη θεραπεία. Η επίπτωση των επιφανειακών λοιμώξων ήταν σημαντικά χαμηλότερη στην ομάδα θεραπείας (0,3% έναντι 1,8%, p <0,05). Όσον αφορά στις εν τω βάθει λοιμώξεις στερνοτομής, δεν εμφανίστηκαν στην ομάδα θεραπείας έναντι του ποσοστού 1,5% που παρουσιάστηκε στην ομάδα ελέγχου.